- παρατροχᾶσαι
- παρατροχάζωrun pastfut part act fem nom/voc pl (doric)παρατροχάζωrun pastfut part act fem nom/voc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρατροχάσαι — παρατροχά̱σᾱͅ , παρατροχάζω run past fut part act fem dat sg (doric) παρατροχά̱σᾱͅ , παρατροχάζω run past fut part act fem dat sg (doric) παρατροχάζω run past aor inf act παρατροχάσαῑ , παρατροχάζω run past aor opt act 3rd sg παρατροχάζω run… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατροχάζω — Α (μτγν. ποιητ. τ. τού παρατρέχω) 1. περνώ τρέχοντας, ξεπερνώ κάποιον («παῑδα παρετρόχασα», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. αντιπαρέρχομαι, αφήνω κάποιον απαρατήρητο («πάρις τήνδε παρετρόχασε», Ανθ. Παλ.) 3. τρέχω παραπλεύρως, δίπλα 4. (με δοτ. προσ.) τρέχω… … Dictionary of Greek